κατακληρώσηται

κατακληρώσηται
κατακληρόω
receive as one's portion
aor subj mid 3rd sg
κατακληρόω
receive as one's portion
aor subj mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατακληρώ — κατακληρῶ, όω (Α) 1. μοιράζω κάτι με κλήρο 2. μέσ. κατακληροῡμαι, όομαι α) παίρνω ως μερίδιό μου («τὰ δ ἐκεῑ πάντα πράγματα Φαρνάκης κατεκληρώσατο», Πλούτ.) β) συντελώ ώστε να χάσει κάποιος σε κλήρωση («ὃv ἂν κατακληρώσηται κύριος, ἀποθανέτω»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”